- ἐνηλλαγμένος
- ἐναλλάσσωexchangeperf part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηλλαγμένως — ἐνηλλαγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος τού παθ. παρακμ. τού εναλλάσσω) 1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά 2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.) 3. παραλλαγμένα … Dictionary of Greek
ՀԱԿԱՌԱԿԱԴԷՄ — ( ) NBH 2 0007 Chronological Sequence: 8c ա.մ. ἑναλάξ, ἑνηλλαγμένος praeposterus, re. Դէմ ընդդէմ. ընդ հակառակս. խառնակ. խոտորնակի. ... *Եթէ հակառակադէմ զինեսցէ ոք, որպէս թէ ծածկիցէ զդէմսն, եւ յետս կոյս դարձուցանիցէ զգագաթն սաղաւարտին. Նիւս. կուս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)